ξινίλα

ξινίλα
aigreur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ξινίλα — η 1. η ιδιότητα και η αίσθηση τού ξινού, οξύτητα, ξινή γεύση, ξινάδα 2. γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. ρέψιμο που προσδίδει ξινή γεύση στο στόμα, οξυρεγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξινίλα — η 1. ξινάδα (βλ. λ.). 2. γεύση ξινή στο στόμα που έρχεται από το στομάχι, ρέψιμο ξινό: Μετά το φαγητό έχω ξινίλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξινάδα — η [ξινός] 1. η ιδιότητα τού ξινού, οξύτητα, ξινίλα 2. χαρακτηριστική γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • αρνίλα — η η μυρωδιά του αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εποξίζω — ἐποξίζω (Α) φρ. «ἐποξίζουσαν ἐρυγήν» ρέψιμο με ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οξίζω (< οξύς)] …   Dictionary of Greek

  • καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …   Dictionary of Greek

  • κρομμυοξυρεγμία — κρομμυοξυρεγμία, ἡ (Α) ρέψιμο με οσμή κρεμμυδίλας και ξινίλας («τοῡ μὲν γὰρ ὄξει κρομμυοξυρεγμίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αριστοφάνειο κωμικό «επ ευκαιρία σύνθετο» < κρόμμυον + ὀξυρεγμία «ξινίλα τού στομάχου και ρέψιμο λόγω δυσπεψίας»] …   Dictionary of Greek

  • οξίνη — ὀξινη, ἡ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῡ στόματος διάθεσις, ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῡ στομάχου ὀξίδα», ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. όξινος] …   Dictionary of Greek

  • οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”